- ραβδομάντης
- οραβδοσκόπος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραβδομάντης — και λόγ. τ. ραβδόμαντις, ο, Ν αυτός που μαντεύει με τη χρήση ράβδου, ραβδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + μάντις / μάντης. Η λ., στον τ. ῥαβδομάντεις, μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] … Dictionary of Greek
ραβδοσκόπος — ο, η, Ν αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωρο σκόπος] … Dictionary of Greek